- ὑπομαρμαίρω
- ὑπομαρμαίρω,A gleam under, Opp.C.3.70 (nisi lg. ὕπο μαρμ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομαρμαίρω — Α εκπέμπω ελαφρά λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω»] … Dictionary of Greek
μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… … Dictionary of Greek